Job 42

Tedy odpovídaje Job Hospodinu, řekl:
Τοτε απεκριθη ο Ιωβ προς τον Κυριον και ειπεν
Vím, že všecko můžeš, a že nemůže překaženo býti tvému myšlení.
Εξευρω οτι δυνασαι τα παντα, και ουδεις στοχασμος σου δυναται να εμποδισθη.
Kdo jest to ten, ptáš se, ješto zatemňuje radu Boží tak hloupě? Protož přiznávám se, že jsem tomu nerozuměl. Divnějšíť jsou ty věci nad mou stižitelnost, anižť jich mohu poznati.
Τις ουτος ο κρυπτων την βουλην ασυνετως; Εγω λοιπον προεφερα εκεινο, το οποιον δεν ενοουν. Πραγματα υπερθαυμαστα δι εμε, τα οποια δεν εγνωριζον.
Vyslýchejž, prosím, když bych koli mluvil; když bych se tebe tázal, oznamuj mi.
Ακουσον, δεομαι και εγω θελω λαλησει θελω σε ερωτησει, και συ διδαξον με.
Tolikoť jsem slýchal o tobě, nyní pak i oko mé tě vidí.
Ηκουον περι σου με την ακοην του ωτιου, αλλα τωρα ο οφθαλμος μου σε βλεπει
Pročež mrzí mne to, a želím toho v prachu a v popele.
δια τουτο βδελυττομαι εμαυτον, και μετανοω εν χωματι και σποδω.
Stalo se pak, když odmluvil Hospodin slova ta k Jobovi, že řekl Hospodin Elifazovi Temanskému: Rozpálil se hněv můj proti tobě, a proti dvěma přátelům tvým, proto že jste nemluvili o mně toho, což pravého jest, tak jako služebník můj Job.
Αφου δε ο Κυριος ελαλησε τους λογους τουτους προς τον Ιωβ, ειπεν ο Κυριος προς Ελιφας τον Θαιμανιτην, Ο θυμος μου εξηφθη κατα σου και κατα των δυο φιλων σου διοτι δεν ελαλησατε περι εμου το ορθον ως ο δουλος μου Ιωβ
Protož nyní vezměte sobě sedm volků, a sedm skopců, a jděte k služebníku mému Jobovi, abyste dali obětovati obět za sebe, a služebník můj Job, aby se modlil za vás. Nebo jistě oblíčej jeho přijmu, abych neučinil s vámi podlé bláznovství vašeho; nebo nemluvili jste toho, což pravého jest, o mně, tak jako služebník můj Job.
δια τουτο λαβετε τωρα εις εαυτους επτα μοσχους και επτα κριους και υπαγετε προς τον δουλον μου Ιωβ, και προσφερετε ολοκαυτωμα υπερ εαυτων ο δε Ιωβ ο δουλος μου θελει ικετευσει υπερ υμων διοτι θελω δεχθη το προσωπον αυτου δια να μη πραξω με σας κατα την αφροσυνην σας διοτι δεν ελαλησατε περι εμου το ορθον ως ο δουλος μου Ιωβ.
A tak odšedše Elifaz Temanský a Bildad Suchský a Zofar Naamatský, učinili, jakž jim byl přikázal Hospodin, a přijal Hospodin oblíčej Jobův.
Και υπηγον Ελιφας ο Θαιμανιτης και Βιλδαδ ο Σαυχιτης και Σωφαρ ο Νααμαθιτης, και εκαμον ως προσεταξεν εις αυτους ο Κυριος ο δε Κυριος εδεχθη το προσωπον του Ιωβ.
Navrátil také Hospodin to, což odjato bylo Jobovi, když se modlil za přátely své, tak že což měl Job, rozmnožil to Hospodin dvénásobně.
Και εστρεψεν ο Κυριος την αιχμαλωσιαν του Ιωβ, αφου προσηυχηθη υπερ των φιλων αυτου και εδωκεν ο Κυριος εις τον Ιωβ διπλασια παντων των οσα ειχε προτερον.
A sšedše se k němu všickni příbuzní, a všecky příbuzné jeho, a všickni známí jeho prvnější, jedli s ním chléb v domě jeho, a lítost majíce nad ním, potěšovali ho nade vším tím zlým, kteréž byl uvedl Hospodin na něj. A dali jemu jeden každý peníz jeden, a jeden každý náušnici zlatou jednu.
Τοτε ηλθον προς αυτον παντες οι αδελφοι αυτου και πασαι αι αδελφαι αυτου και παντες οι γνωριζοντες αυτον προτερον, και εφαγον αρτον μετ αυτου εν τω οικω αυτου και συνεκλαυσαν με αυτον και παρηγορησαν αυτον περι παντος του κακου, το οποιον ο Κυριος επεφερεν επ αυτον και εδωκαν εκαστος εις αυτον εν αργυριον και εκαστος εν χρυσουν ενωτιον.
A tak požehnal Hospodin Jobovi k posledku více nežli v počátku jeho. Nebo měl čtrnácte tisíc ovcí, a šest tisíc velbloudů, a tisíc spřežení volů, a tisíc oslic.
Και ευλογησεν ο Κυριος τα εσχατα του Ιωβ μαλλον παρα τα πρωτα ωστε απεκτησε δεκατεσσαρας χιλιαδας προβατων και εξακισχιλιας καμηλους και χιλια ζευγη βοων και χιλιας ονους.
Měl také sedm synů a tři dcery,
Εγεννηθησαν ετι εις αυτον επτα υιοι και τρεις θυγατερες
Z nichž první dal jméno Jemima, jméno pak druhé Keciha, a jméno třetí Kerenhappuch.
και εκαλεσε το ονομα της πρωτης Ιεμιμα και το ονομα της δευτερας Κεσια και το ονομα της τριτης Κερεν−αππουχ
Aniž se nacházely ženy tak krásné, jako dcery Jobovy, ve vší té krajině; kterýmž dal otec jejich dědictví mezi bratřími jejich.
και δεν ευρισκοντο εφ ολης της γης γυναικες ωραιαι ως αι θυγατερες του Ιωβ και ο πατηρ αυτων εδωκεν εις αυτας κληρονομιαν μεταξυ των αδελφων αυτων.
Byl pak živ Job potom sto a čtyřidceti let, a viděl syny své, a syny synů svých, až do čtvrtého pokolení.
Μετα ταυτα εζησεν ο Ιωβ εκατον τεσσαρακοντα ετη, και ειδε τους υιους αυτου και τους υιους των υιων αυτου, τεταρτην γενεαν.
I umřel Job, stár jsa a pln dnů.
και ετελευτησεν ο Ιωβ, γερων και πληρης ημερων.