Job 34

Ještě mluvil Elihu, a řekl:
Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν
Poslouchejte, moudří, řečí mých, a rozumní, ušima pozorujte.
Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες
Nebo ucho řečí zkušuje, tak jako dásně okoušejí pokrmu.
Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον.
Soud sobě zvolme, a vyhledejme mezi sebou, co by bylo dobrého.
Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον.
Nebo řekl Job: Spravedliv jsem, a Bůh silný zavrhl při mou.
Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου
Své-liž bych pře ukrývati měl? Přeplněna jest bolestí rána má bez provinění.
εψευσθην εις την κρισιν μου η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως.
Který muž jest podobný Jobovi, ješto by pil posměch jako vodu?
Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ
A že by všel v tovaryšství s činiteli nepravosti, a chodil by s lidmi nešlechetnými?
και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων;
Nebo řekl: Neprospívá to člověku líbiti se Bohu.
Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον.
A protož, muži rozumní, poslouchejte mne. Odstup od Boha silného nešlechetnost a od Všemohoucího nepravost.
Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια.
Nebo on podlé skutků člověka odplací, a podlé toho, jaká jest čí cesta, působí, aby to nalézal.
Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου.
A naprosto Bůh silný nečiní nic nešlechetně, a Všemohoucí nepřevrací soudu.
Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν.
Kdo svěřil jemu zemi? A kdo zpořádal všecken okršlek?
Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην;
Kdyby se na něj obrátil, a ducha jeho i duši jeho k sobě vzal,
Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου
Umřelo by všeliké tělo pojednou, a tak by člověk do prachu se navrátil.
πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα.
Máš-li tedy rozum, poslyš toho, pusť v uši své hlas řečí mých.
Εαν τωρα εχης συνεσιν ακουσον τουτο ακροαθητι της φωνης των λογων μου.
Ješto ten, kterýž by v nenávisti měl soud, zdaliž by panovati mohl? Čili toho, jenž jest svrchovaně spravedlivý, za nešlechetného vyhlásíš?
Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ εξοχην δικαιον;
Zdaliž sluší králi říci: Ó nešlechetný, a šlechticům: Ó bezbožní?
οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι;
Mnohem méně tomu, kterýž nepřijímá osob knížat, aniž u něho má přednost urozený před nuzným; nebo dílo rukou jeho jsou všickni.
Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
V okamžení umírají, třebas o půl noci postrčeni bývají lidé, a pomíjejí, a zachvácen bývá silný ne rukou lidskou.
Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος.
Nebo oči jeho hledí na cesty člověka, a všecky kroky jeho on spatřuje.
Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
Neníť žádných temností, ani stínu smrti, kdež by se skryli činitelé nepravosti.
Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν.
Aniž zajisté vzkládá na koho více, tak aby se s Bohem silným souditi mohl.
Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου.
Pyšné stírá bez počtu, a postavuje jiné na místa jejich.
Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ αυτων
Nebo zná skutky jejich; pročež na ně obrací noc, a potříni bývají.
διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται.
Jakožto bezbožné rozráží je na místě patrném,
Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων
Proto že odstoupili od něho, a žádných cest jeho nešetřili,
επειδη εξεκλιναν απ αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου
Aby dokázal, že připouští k sobě křik nuzného, a volání chudých že vyslýchá.
και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων.
(Nebo když on spokojí, kdo znepokojí? A když skryje tvář svou, kdo jej spatří?)Tak celý národ, jako i každého člověka jednostejně,
Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου
Aby nekraloval člověk pokrytý, aby nebylo lidem ourazu.
ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος.
Jistě žeť k Bohu silnému raději toto mluveno býti má: Ponesuť, nezruším.
Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως
Mimo to, nevidím-li čeho, ty vyuč mne; jestliže jsem nepravost páchal, neučiním toho víc.
ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον.
Nebo zdali vedlé tvého zdání odplacovati má, že bys ty toho neliboval, že bys ono zvoloval, a ne on? Pakli co víš jiného, mluv.
Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις.
Muži rozumní se mnou řeknou, i každý moudrý poslouchaje mne,
Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει,
Že Job hloupě mluví, a slova jeho nejsou rozumná.
Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως.
Ó by zkušen byl Job dokonale, pro odmlouvání nám jako lidem nepravým,
Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις.
Poněvadž k hříchu svému přidává i nešlechetnost, mezi námi také jen chloubu svou vynáší, a rozmnožuje řeči své proti Bohu.
Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου.