Isaiah 18

يَا أَرْضَ حَفِيفِ الأَجْنِحَةِ الَّتِي فِي عَبْرِ أَنْهَارِ كُوشَ،
Ουαι, γη σκιαζουσα δια των πτερυγων, η περαν των ποταμων της Αιθιοπιας,
الْمُرْسِلَةَ رُسُلاً فِي الْبَحْرِ وَفِي قَوَارِبَ مِنَ الْبَرْدِيِّ عَلَى وَجْهِ الْمِيَاهِ. اذْهَبُوا أَيُّهَا الرُّسُلُ السَّرِيعُونَ إِلَى أُمَّةٍ طَوِيلَةٍ وَجَرْدَاءَ، إِلَى شَعْبٍ مَخُوفٍ مُنْذُ كَانَ فَصَاعِدًا، أُمَّةِ قُوَّةٍ وَشِدَّةٍ وَدَوْسٍ، قَدْ خَرَقَتِ الأَنْهَارُ أَرْضَهَا.
η εξαποστελλουσα πρεσβεις δια θαλασσης και με πλοια σπαρτινα επι των υδατων. Υπαγετε, ταχυδρομοι αγγελιαφοροι, προς εθνος διηρπαγμενον και κατεσπαραγμενον, προς λαον τρομερον απο της αρχης αυτου εως της σημερον, εθνος μεμετρημενον και καταπεπατημενον, του οποιου την γην διηρπασαν οι ποταμοι.
يَا جَمِيعَ سُكَّانِ الْمَسْكُونَةِ وَقَاطِنِي الأَرْضِ، عِنْدَمَا تَرْتَفِعُ الرَّايَةُ عَلَى الْجِبَالِ تَنْظُرُونَ، وَعِنْدَمَا يُضْرَبُ بِالْبُوقِ تَسْمَعُونَ.
Παντες οι κατοικοι του κοσμου και οι ενοικουντες επι της γης, βλεπετε, οταν υψωθη σημαια επι τα ορη και ακουσατε, οταν εκπεμφθη φωνη σαλπιγγος.
لأَنَّهُ هكَذَا قَالَ لِيَ الرَّبُّ: «إِنِّي أَهْدَأُ وَأَنْظُرُ فِي مَسْكَنِي كَالْحَرِّ الصَّافِي عَلَى الْبَقْلِ، كَغَيْمِ النَّدَى فِي حَرِّ الْحَصَادِ».
Διοτι ουτως ειπε Κυριος προς εμε Θελω ησυχασει και θελω επιβλεψει εις το κατοικητηριον μου, ως καυσων λαμπροτερος του φωτος, ως νεφελη δροσου εν τω καυσωνι του θερους.
فَإِنَّهُ قَبْلَ الْحَصَادِ، عِنْدَ تَمَامِ الزَّهْرِ، وَعِنْدَمَا يَصِيرُ الزَّهْرُ حِصْرِمًا نَضِيجًا، يَقْطَعُ الْقُضْبَانَ بِالْمَنَاجِلِ، وَيَنْزِعُ الأَفْنَانَ وَيَطْرَحُهَا.
Διοτι πριν του θερους, οταν το βλαστημα γεινη τελειον και η αγουριδα ωριμαση εκ του ανθους, θελει κοψει τους βλαστους δια κλαδευτηριων και τας κληματιδας αποκοψας θελει αφαιρεσει.
تُتْرَكُ مَعًا لِجَوَارِحِ الْجِبَالِ وَلِوُحُوشِ الأَرْضِ، فَتُصَيِّفُ عَلَيْهَا الْجَوَارِحُ، وَتُشَتِّي عَلَيْهَا جَمِيعُ وُحُوشِ الأَرْضِ.
Θελουσιν εγκαταλειφθη ομου δια τα ορνεα των βουνων και δια τα θηρια της γης και τα ορνεα θελουσι περασει το θερος επ αυτους, και παντα τα θηρια της γης θελουσι διαχειμασει επ αυτους.
فِي ذلِكَ الْيَوْمِ تُقَدَّمُ هَدِيَّةٌ لِرَبِّ الْجُنُودِ مِنْ شَعْبٍ طَوِيل وَأَجْرَدَ، وَمِنْ شَعْبٍ مَخُوفٍ مُنْذُ كَانَ فَصَاعِدًا، مِنْ أُمَّةٍ ذَاتِ قُوَّةٍ وَشِدَّةٍ وَدَوْسٍ، قَدْ خَرَقَتِ الأَنْهَارُ أَرْضَهَا، إِلَى مَوْضِعِ اسْمِ رَبِّ الْجُنُودِ، جَبَلِ صِهْيَوْنَ.
Εν εκεινω τω καιρω θελει φερθη δωρον προς τον Κυριον των δυναμεων εκ λαου διηρπαγμενου και κατεσπαραγμενου και εκ λαου τρομερου απο της αρχης αυτου εως της σημερον, εθνους μεμετρημενου και καταπεπατημενου, του οποιου την γην διηρπασαν οι ποταμοι, εις τον τοπον του ονοματος του Κυριου των δυναμεων, το ορος Σιων.